- Οράτιος
- ορωμαϊκό κύριο όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ὁράτιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… … Dictionary of Greek
Οράτιος Κόκλιτος — (6ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος θρυλικός μονόφθαλμος ήρωας της εποχής του πόλεμου μεταξύ Ρωμαίων και Ετρούσκων. Αντιστάθηκε μόνος του στους Ετρούσκους που πολιορκούσαν τη Ρώμη, παγιδεύοντας τους στη γέφυρα Σουμπλίτσιο. Ο θρυλικός μονόφθαλμος ήρωας της… … Dictionary of Greek
Κόκλης, Οράτιος Πόπλιος — (Οratius Poplius Cocles, 6ος αι. π.Χ.). Θρυλικός Ρωμαίος ήρωας, γνωστός για την ικανότητά του στην κολύμβηση. Απέκτησε το προσωνύμιο Κόκλης (μονόφθαλμος), επειδή έχασε το ένα μάτι του, όταν πολεμούσε εναντίον του Πορσήνα, βασιλιά των Ετρούσκων.… … Dictionary of Greek
Ὁρατίοις — Ὁράτιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρατίου — Ὁράτιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρατίους — Ὁράτιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρατίων — Ὁράτιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁρατίῳ — Ὁράτιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁράτιε — Ὁράτιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)